- δελφινίσκος
- δελφινίσκος, ο (Α) [δελφίς]δελφινάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δελφινίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφινίσκον — δελφινίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)